- φρακάρω
- φρακάρω, φράκαρα και φρακάρισα, φρακαρισμένος βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φρακάρω — Ν (αμτβ.) 1. (για μηχάνημα, πόρτα, οδική κυκλοφορία) υφίσταμαι αναγκαστική ακινητοποίηση λόγω πρόσπτωσης σε εμπόδιο ή λόγω μεγάλης συρροής πλήθους 2. φρ. «φρακάρει το μυαλό μου» μτφ. ανακόπτεται προσωρινά ο ρους τής σκέψης μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται … Dictionary of Greek
φρακάρω — (λ. ιταλ.), φράκαρα και φρακάρισα, φρακαρίστηκα, φρακαρισμένος 1. μτβ., ακινητοποιώ, εμποδίζω να κινηθεί κάτι ή κάποιος. 2. αμτβ., ακινητοποιούμαι αναγκαστικά, δεν μπορώ να κινηθώ: Φρακάρανε τα αυτοκίνητα στον πολυσύχναστο και στενό δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
φρακάρισμα — το, Ν [φρακάρω] 1. αναγκαστική ακινητοποίηση, εμπλοκή («το φρακάρισμα τής πόρτας οφειλόταν στα χαλίκια που υπήρχαν στο δάπεδο») 2. προσωρινή διακοπή τής κυκλοφορίας, κυρίως τής οδικής, λόγω μεγάλης συρροής πλήθους ή οχημάτων («το φρακάρισμα τών… … Dictionary of Greek